- οικοσόος
- οἰκοσόος, -ον, ποητ.τ. οἰκοσσόος, -ον (Α)(για προσεκτική στα οικονομικά θέματα σύζυγο) αυτή που σώζει το σπίτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -σόος (< σόος, ιων. τ. τού επιθ. σῶος «σωτήριος»), πρβλ. πολισόος, τεκνο-σόος].
Dictionary of Greek. 2013.